αγιάγκαθο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγιάγκαθο τα αγιάγκαθα
      γενική του αγιάγκαθου των αγιάγκαθων
    αιτιατική το αγιάγκαθο τα αγιάγκαθα
     κλητική αγιάγκαθο αγιάγκαθα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγιάγκαθο < αγι- + αγκάθ(ι) + -ο

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈʝaŋ.ɡa.θo/

Ουσιαστικό

αγιάγκαθο ουδέτερο

  • (φυτό) κοινή ονομασία του φυτού, του είδους Cnicus benedictus

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.