αγγελοσκιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αγγελοσκιάζω < παθητικό αγγελοσκιάζ(ομαι) + -ω (αναδρομικός σχηματισμός)[1]< αγγελο- + σκιάζομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /aŋ.ɟe.loˈsca.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γε‐λο‐σκιά‐ζω
Ρήμα
αγγελοσκιάζω, αόρ.: αγγελόσκιαξα, παθ.φωνή: αγγελοσκιάζομαι, π.αόρ.: αγγελοσκιάχτηκα [2]
- (σπάνιο, δημοτική) μεταβατικό:
- → και δείτε το παθητικό αγγελοσκιάζομαι
Αναφορές
- «ἀγγελοσκιάζομαι» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
όπου σημειώνει: […] «ἐξ οὗ ὑποχωρητικῶς κ. τὸ ἐνεργ. ἀγγελοσκιάζω» - αγγελοσκιάζω - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.