αγαναχτώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αγαναχτώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγαναχτῶ < αρχαία ελληνική ἀγανακτῶ
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɣa.naˈxto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γα‐να‐χτώ
Ρήμα
αγαναχτώ/αγαναχτάω, πρτ.: αγαναχτούσα, αόρ.: αγανάχτησα, μτχ.π.π.: αγαναχτισμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- άλλη μορφή του αγανακτώ
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αγανακτώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αγαναχτώ | αγαναχτούσα | θα αγαναχτώ | να αγαναχτώ | αγαναχτώντας | |
| β' ενικ. | αγαναχτείς | αγαναχτούσες | θα αγαναχτείς | να αγαναχτείς | ||
| γ' ενικ. | αγαναχτεί | αγαναχτούσε | θα αγαναχτεί | να αγαναχτεί | ||
| α' πληθ. | αγαναχτούμε | αγαναχτούσαμε | θα αγαναχτούμε | να αγαναχτούμε | ||
| β' πληθ. | αγαναχτείτε | αγαναχτούσατε | θα αγαναχτείτε | να αγαναχτείτε | αγαναχτείτε | |
| γ' πληθ. | αγαναχτούν(ε) | αγαναχτούσαν(ε) | θα αγαναχτούν(ε) | να αγαναχτούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αγανάχτησα | θα αγαναχτήσω | να αγαναχτήσω | αγαναχτήσει | ||
| β' ενικ. | αγανάχτησες | θα αγαναχτήσεις | να αγαναχτήσεις | αγανάχτησε | ||
| γ' ενικ. | αγανάχτησε | θα αγαναχτήσει | να αγαναχτήσει | |||
| α' πληθ. | αγαναχτήσαμε | θα αγαναχτήσουμε | να αγαναχτήσουμε | |||
| β' πληθ. | αγαναχτήσατε | θα αγαναχτήσετε | να αγαναχτήσετε | αγαναχτήστε | ||
| γ' πληθ. | αγανάχτησαν αγαναχτήσαν(ε) |
θα αγαναχτήσουν(ε) | να αγαναχτήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αγαναχτήσει | είχα αγαναχτήσει | θα έχω αγαναχτήσει | να έχω αγαναχτήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αγαναχτήσει | είχες αγαναχτήσει | θα έχεις αγαναχτήσει | να έχεις αγαναχτήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αγαναχτήσει | είχε αγαναχτήσει | θα έχει αγαναχτήσει | να έχει αγαναχτήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αγαναχτήσει | είχαμε αγαναχτήσει | θα έχουμε αγαναχτήσει | να έχουμε αγαναχτήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αγαναχτήσει | είχατε αγαναχτήσει | θα έχετε αγαναχτήσει | να έχετε αγαναχτήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αγαναχτήσει | είχαν αγαναχτήσει | θα έχουν αγαναχτήσει | να έχουν αγαναχτήσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αγαναχτημένος - είμαστε, είστε, είναι αγαναχτημένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αγαναχτημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αγαναχτημένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αγαναχτημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αγαναχτημένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αγαναχτημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αγαναχτημένοι | |||||
Μεταφράσεις
αγαναχτώ
|
Πηγές
- αγανακτώ, αγαναχτώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.