αγαναχτώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αγαναχτώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγαναχτῶ < αρχαία ελληνική ἀγανακτῶ

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɣa.naˈxto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγαναχτώ

Ρήμα

αγαναχτώ/αγαναχτάω, πρτ.: αγαναχτούσα, αόρ.: αγανάχτησα, μτχ.π.π.: αγαναχτισμένος (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.