ατέλειωτα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ατέλειωτα < ατέλειωτος
Επίρρημα
ατέλειωτα και ατελείωτα
- χωρίς τέλος, χωρίς πέρας
- δουλεύει ατέλειωτα
- με πάρα πολύ μεγάλη διάρκεια, χωρίς να φαίνεται να υπάρχει τέλος
- γλεντάγαμε ατέλειωτα
- (αργκό) χωρίς όρια, ανεξάντλητα
- μου λείπεις ατέλειωτα
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ατέλειωτα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.