αέρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αέρισμα τα αερίσματα
      γενική του αερίσματος των αερισμάτων
    αιτιατική το αέρισμα τα αερίσματα
     κλητική αέρισμα αερίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αέρισμα < αερίζω + -μα

Ουσιαστικό

αέρισμα ουδέτερο

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αερίζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.