ίανθος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ίανθος | οι | ίανθοι |
| γενική | του | ίανθου | των | ίανθων |
| αιτιατική | τον | ίανθο | τους | ίανθους |
| κλητική | ίανθε | ίανθοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ίανθος αρσενικό
- (φυτό) είδος φυτού (ίο το εύοσμο)
Μεταφράσεις
ίανθος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.