έφηβη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έφηβη οι έφηβες
      γενική της έφηβης των έφηβων
& εφήβων
    αιτιατική την έφηβη τις έφηβες
     κλητική έφηβη έφηβες
Δείτε και την κλίση για το έφηβος.
Κατηγορία όπως «διανοούμενη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έφηβη < η έφηβ(ος) +

Ουσιαστικό

έφηβη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.