έστω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

έστω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔστω (ας είναι, να είναι), προστακτική, τρίτο πρόσωπο του εἰμί[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.sto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έστω

Επίρρημα

έστω

  1. για δήλωση παραχώρησης ή συγκατάθεσης
  2. για να δηλωθεί ότι κάτι ισχύει, υπάρχει
    άσκηση γεωμετρίας: έστω τρίγωνο ΑΒΓ (ας υποθέσουμε ότι υπάρχει τρίγωνο ΑΒΓ)
    άσκηση μαθηματικών: έστω οι αριθμοί 1, 3, 5, 7 (ας υποθέσουμε ότι έχουμε τους αριθμούς...)

Σύνδεσμος

έστω

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.