έρημα

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.ɾi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έρημα

Κλιτικός τύπος επιθέτου

έρημα

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του έρημο, ουδέτερο του έρημος
  2. (ουσιαστικοποιημένο στον πληθυντικό) στην παροιμία: ο φόβος φυλάει τα έρημα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.