έρημο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

έρημο

  1. αιτιατική ενικού του έρημος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του έρημος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

έρημο θηλυκό

  1. αιτιατική ενικού του έρημος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.