έποπας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο έποπας οι έποπες
      γενική του έποπα των επόπων
    αιτιατική τον έποπα τους έποπες
     κλητική έποπα έποπες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έποπας < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

έποπας αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.