όμπυασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το όμπυασμα τα ομπυάσματα
      γενική του ομπυάσματος των ομπυασμάτων
    αιτιατική το όμπυασμα τα ομπυάσματα
     κλητική όμπυασμα ομπυάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

όμπυασμα < ομπυάζω + -μα

Ουσιαστικό

όμπυασμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.