άχρωμα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
άχρωμα
<
άχρωμος
+
-α
Επίρρημα
άχρωμα
χωρίς
χρώμα
(
κυριολεκτικά
)
χωρίς
απόχρωση
(
μεταφορικά
)
χωρίς
ενδιαφέρον
Μεταφράσεις
άχρωμα
αγγλικά
:
colorlessly
(en)
(1,2)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
άχρωμα
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
άχρωμο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.