άμβυκας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | άμβυκας | οι | άμβυκες |
| γενική | του | άμβυκα | των | αμβύκων |
| αιτιατική | τον | άμβυκα | τους | άμβυκες |
| κλητική | άμβυκα | άμβυκες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- άμβυκας < αρχαία ελληνική ἄμβυξ / ἄμβιξ
Μεταφράσεις
άμβυκας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
