άλτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | άλτρια | οι | άλτριες |
| γενική | της | άλτριας | των | αλτριών |
| αιτιατική | την | άλτρια | τις | άλτριες |
| κλητική | άλτρια | άλτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
άλτρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.