άλλαγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άλλαγμα τα αλλάγματα
      γενική του αλλάγματος των αλλαγμάτων
    αιτιατική το άλλαγμα τα αλλάγματα
     κλητική άλλαγμα αλλάγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άλλαγμα < (ελληνιστική κοινή) ἄλλαγμα

Ουσιαστικό

άλλαγμα ουδέτερο

  • η ενέργεια του αλλάζω
    το άλλαγμα της πάνας του μωρού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.