άθεη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άθεη οι άθεες
      γενική της άθεης των άθεων
    αιτιατική την άθεη τις άθεες
     κλητική άθεη άθεες
Κατηγορία όπως «ασημόσκονη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άθεη < θηλυκό του άθεος

Ουσιαστικό

άθεη θηλυκό

  • γυναίκα που δεν πιστεύει ή αρνείται την ύπαρξη θεού, που υποστηρίζει αθεϊστικές θεωρίες, η αθεΐστρια

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε άθεος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

άθεη

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.