Ψυρρή

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Ψυρρή < ψειρή, γενική ενικού της λέξης ψειρής ή < (επώνυμο) Ψυρής[1] [2] < αρχαία ελληνική Ψύρα (ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό) / Ψυρίη (θηλυκό) (=η νήσος Ψαρά)

Προφορά

ΔΦΑ : /psiˈɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ψυρρή

Κύριο όνομα

Ψυρρή ουδέτερο άκλιτο

  • άλλη γραφή του Ψυρή
      Ἐκεῖνο τὸ βράδυ, τὸ πρῶτο δροσερὸ τοῦ φθινοπώρου, σμίξανε κι’ οἱ τρεῖς σὲ μιὰ ταβέρνα, ἐκεῖ κοντὰ στὸν Ἅη - Δημήτρη τοῦ Ψυρρῆ. (Γρηγόριος Ξενόπουλος, Πως πολεμούν, στο περιοδικό Νέα Εστία τχ. 1496 (1 Νοεμβρίου 1989), τόμ. 126, σελ. 1397)

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Γιάννης Καιροφύλας, Η ιστορία της συνοικίας του Ψυρή, εκδ. Φιλιππότη, 2000
  2. βλ. Κώστας Η. Μπίρης, Αι τοπωνυμίαι της πόλεως και των περιχώρων των Αθηνών (Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού-Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, 32006, ISBN 960-214445-9)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.