Ψαροπούλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Ψαροπούλι τα Ψαροπούλια
      γενική του Ψαροπουλιού των Ψαροπουλιών
    αιτιατική το Ψαροπούλι τα Ψαροπούλια
     κλητική Ψαροπούλι Ψαροπούλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ψαροπούλι < ψαροπούλι

Προφορά

ΔΦΑ : /psa.ɾoˈpu.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ψαροπούλι

Κύριο όνομα

Ψαροπούλι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.