Χώρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Χώρα | οι | Χώρες |
| γενική | της | Χώρας | των | Χωρών |
| αιτιατική | τη | Χώρα | τις | Χώρες |
| κλητική | Χώρα | Χώρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Χώρα < χώρα
Κύριο όνομα
Χώρα θηλυκό
Παράγωγα
- Χωραΐτης
- χωραΐτικος
Αναφορές
- χώρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.