Χαναναίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Χαναναίος | οι | Χαναναίοι |
| γενική | του | Χαναναίου | των | Χαναναίων |
| αιτιατική | τον | Χαναναίο | τους | Χαναναίους |
| κλητική | Χαναναίε | Χαναναίοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Κύριο όνομα
Χαναναίος αρσενικό (θηλυκό Χαναναία)
Συνώνυμα
-
Χαναναίοι στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Χαναναίος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.