Χαναναίος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Χαναναίος οι Χαναναίοι
      γενική του Χαναναίου των Χαναναίων
    αιτιατική τον Χαναναίο τους Χαναναίους
     κλητική Χαναναίε Χαναναίοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Χαναναίος < Χαναάν + -αίος με  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

Χαναναίος αρσενικό (θηλυκό Χαναναία)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.