Χαλκίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Χαλκίς
      γενική τῆς Χαλκίδος
      δοτική τῇ Χαλκίδ
    αιτιατική τὴν Χαλκίδ
     κλητική ! Χαλκίς*
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Χαλκίς < χαλκός + -ίς[1]

Κύριο όνομα

Χαλκίς θηλυκό

  1. (πόλη) Χαλκίδα, ονομασία πόλεων της Ελλάδας, της Μικράς Ασίας
  2. ονομασία νησίδων της Ελλάδας
  3. (ελληνική μυθολογία) κόρη του Ασωπού, αδελφή της Αίγινας, της Εύβοιας και πολλών άλλων

Συγγενικά

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.