Χάρυβδις
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Χάρυβδις < ίσως από το ῥοῖβδος (ηχηρό φτεροκόπημα ή βουητό ανέμου)
Κύριο όνομα
Χάρυβδις θηλυκό
- επικίνδυνη δίνη, ρουφήχτρα στη θάλασσα στις βόρειες ακτές της Σικελίας, απένατι από τη βραχονησίδα της Σκύλλας
- (μεταφορικά) άπληστος άνθρωπος, άρπαγας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.