Φραγκοναξιώτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Φραγκοναξιώτης οι Φραγκοναξιώτες
      γενική του Φραγκοναξιώτη των Φραγκοναξιωτών
    αιτιατική τον Φραγκοναξιώτη τους Φραγκοναξιώτες
     κλητική Φραγκοναξιώτη Φραγκοναξιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Φραγκοναξιώτης < (Φράγκος) φραγκο- + Ναξιώτης (Νάξ(ος) + -ιώτης

Κύριο όνομα

Φραγκοναξιώτης αρσενικό (θηλυκό Φραγκοναξιώτισσα)

  • (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος της Νάξου, καθολικού δόγματος ή φράγκικης (ιταλο-γαλλικής) καταγωγής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.