Τροιζήνιος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Τροιζήνιος < Τροιζήν + -ιος

Επίθετο

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Τροιζήνιος Τροιζηνί τὸ Τροιζήνιον
      γενική τοῦ Τροιζηνίου τῆς Τροιζηνίᾱς τοῦ Τροιζηνίου
      δοτική τῷ Τροιζηνί τῇ Τροιζηνί τῷ Τροιζηνί
    αιτιατική τὸν Τροιζήνιον τὴν Τροιζηνίᾱν τὸ Τροιζήνιον
     κλητική ! Τροιζήνιε Τροιζηνί Τροιζήνιον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Τροιζήνιοι αἱ Τροιζήνιαι τὰ Τροιζήνι
      γενική τῶν Τροιζηνίων τῶν Τροιζηνίων τῶν Τροιζηνίων
      δοτική τοῖς Τροιζηνίοις ταῖς Τροιζηνίαις τοῖς Τροιζηνίοις
    αιτιατική τοὺς Τροιζηνίους τὰς Τροιζηνίᾱς τὰ Τροιζήνι
     κλητική ! Τροιζήνιοι Τροιζήνιαι Τροιζήνι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Τροιζηνίω τὼ Τροιζηνί τὼ Τροιζηνίω
      γεν-δοτ τοῖν Τροιζηνίοιν τοῖν Τροιζηνίαιν τοῖν Τροιζηνίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Τροιζήνιος, -α, -ον

  • (πατριδωνυμικό) ο σχετικός με την πόλη Τροιζήν

  • Τροζήνιος (αττικός τύπος)

Συγγενικά

Κύριο όνομα

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Τροιζήνιος οἱ Τροιζήνιοι
      γενική τοῦ Τροιζηνίου τῶν Τροιζηνίων
      δοτική τῷ Τροιζηνί τοῖς Τροιζηνίοις
    αιτιατική τὸν Τροιζήνιον τοὺς Τροιζηνίους
     κλητική ! Τροιζήνιε Τροιζήνιοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Τροιζηνίω
γεν-δοτ τοῖν  Τροιζηνίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Τροιζήνιος αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.