Ταναναρίβη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ταναναρίβη | ||
| γενική | της | Ταναναρίβης | ||
| αιτιατική | την | Ταναναρίβη | ||
| κλητική | Ταναναρίβη | |||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ταναναρίβη < γαλλική Tananarive• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /ta.na.naˈɾi.vi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τα‐να‐να‐ρί‐βη
Κύριο όνομα
Ταναναρίβη θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (πρωτεύουσα) παρωχημένη μορφή του Ανταναναρίβο
- ※ Ἐκεῖνο ποὺ εἶναι σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὴν ἀφροασιατικὴ πολυσπερμία τοῦ πληθυσμοῦ εἶναι τὸ ἀεροδρόμιο τῆς Ταναναρίβης σὰν κτίριο καὶ σὰν ὑπηρεσία.
- Κώστας Παΐζης, Μαδαγασκάρη: Σαν πρόλογος, Νέα Εστία, έτος ΝΑ΄, τόμος 102ος, τεύχος 1202, 1 Αυγούστου 1977, σελ. 991
- ※ Ἐκεῖνο ποὺ εἶναι σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὴν ἀφροασιατικὴ πολυσπερμία τοῦ πληθυσμοῦ εἶναι τὸ ἀεροδρόμιο τῆς Ταναναρίβης σὰν κτίριο καὶ σὰν ὑπηρεσία.
Μεταφράσεις
Ταναναρίβη
|
→ δείτε τη λέξη Ανταναναρίβο |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.