Ταβερναράκης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ταβερναράκης | οι | Ταβερναράκηδες |
| γενική | του | Ταβερναράκη | των | Ταβερναράκηδων |
| αιτιατική | τον | Ταβερναράκη | τους | Ταβερναράκηδες |
| κλητική | Ταβερναράκη | Ταβερναράκηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ταβερναράκης < Ταβερνάρης + -άκης
-
Νεκτάριος Ταβερναράκης στη Βικιπαίδεια
(γενν. 1967), Έλληνας βιολόγος, πανεπιστημιακός
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Тавернаракис
- λατινικοί χαρακτήρες: Tavernarakis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.