Σωσίβιος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Σωσίβιος οἱ Σωσίβιοι
      γενική τοῦ Σωσιβίου τῶν Σωσιβίων
      δοτική τῷ Σωσιβί τοῖς Σωσιβίοις
    αιτιατική τὸν Σωσίβιον τοὺς Σωσιβίους
     κλητική ! Σωσίβιε Σωσίβιοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Σωσιβίω
γεν-δοτ τοῖν  Σωσιβίοιν
Συνήθως στον ενικό.
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Σωσίβιος < σῴζω, αοριστικό θέμα σωσ- + -ί- + βίος
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: καθαρεύουσα: σωσίβιος ως επίθετο νέα ελληνικά: σωσίβιος

Κύριο όνομα

Σωσίβιος αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.