Σωληνάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Σωληνάρι | τα | Σωληνάρια |
| γενική | του | Σωληναρίου | των | Σωληναρίων |
| αιτιατική | το | Σωληνάρι | τα | Σωληνάρια |
| κλητική | Σωληνάρι | Σωληνάρια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Σωληνάρι < σωληνάρι
Προφορά
- ΔΦΑ : /so.liˈna.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σω‐λη‐νά‐ρι
-
Σωληνάρι στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.