Στρογγυλός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Στρογγυλός | οι | Στρογγυλοί |
| γενική | του | Στρογγυλού | των | Στρογγυλών |
| αιτιατική | τον | Στρογγυλό | τους | Στρογγυλούς |
| κλητική | Στρογγυλέ | Στρογγυλοί | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός (κλίση: ναός)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Στρογγυλός < στρογγυλός
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Stroggylos, Strongylos, Strongilos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.