Στουρνάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Στουρνάρης | οι | Στουρνάρηδες |
| γενική | του | Στουρνάρη | των | Στουρνάρηδων |
| αιτιατική | τον | Στουρνάρη | τους | Στουρνάρηδες |
| κλητική | Στουρνάρη | Στουρνάρηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Stournaris
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.