Σταυρόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Σταυρόπουλος | οι | Σταυρόπουλοι & Σταυροπουλαίοι1 |
| γενική | του | Σταυρόπουλου & Σταυροπούλου |
των | Σταυρόπουλων2 & Σταυροπουλαίων |
| αιτιατική | τον | Σταυρόπουλο | τους | Σταυρόπουλους3 & Σταυροπουλαίους |
| κλητική | Σταυρόπουλε | Σταυρόπουλοι & Σταυροπουλαίοι | ||
| 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Σταυροπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Σταυροπούλους | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Stavropoulos, Stauropoulos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.