Σπυρίδωνας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Σπυρίδωνας | οι | Σπυρίδωνες |
| γενική | του | Σπυρίδωνα | των | Σπυριδώνων |
| αιτιατική | τον | Σπυρίδωνα | τους | Σπυρίδωνες |
| κλητική | Σπυρίδωνα | Σπυρίδωνες | ||
| Δείτε και την κλίση του «Σπυρίδων». | ||||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Σπυρίδωνας < Σπυρίδων + -ας
Μεταφράσεις
Σπυρίδωνας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.