Σουνιεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Σουνιεύς | οἱ | Σουνιεῖς - Σουνιῆς* |
| γενική | τοῦ | Σουνιέως & Σουνιῶς |
τῶν | Σουνιέων & Σουνιῶν |
| δοτική | τῷ | Σουνιεῖ | τοῖς | Σουνιεῦσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | Σουνιέᾱ & Σουνιᾶ |
τοὺς | Σουνιέᾱς & Σουνιᾶς |
| κλητική ὦ! | Σουνιεῦ | Σουνιεῖς - Σουνιῆς* | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Σουνιῆ1 ή Σουνιεῖ2 | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Σουνιέοιν | ||
| Κλίνεται όπως το βασιλεύς με επιπλέον συνηρημένους τύπους. * αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||
| 3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'ἁλιεύς' όπως «ἁλιεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
Σουνιεύς αρσενικό (θηλυκό Σουνιάς)
Πηγές
- Σούνιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Σουνιεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Σουνιεύς - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- M. J. Osborne and S. G. Byrne 1994 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. II: Attica, Oxford: Oxford University Press.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.