Σουλιώτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σουλιώτισσα οι Σουλιώτισσες
      γενική της Σουλιώτισσας των Σουλιωτισσών
    αιτιατική τη Σουλιώτισσα τις Σουλιώτισσες
     κλητική Σουλιώτισσα Σουλιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Σουλιώτισσα < Σουλιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα < αλβανική shul

Κύριο όνομα

Σουλιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σουλιώτης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.