Σκάλωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Σκάλωμα τα Σκαλώματα
      γενική του Σκαλώματος των Σκαλωμάτων
    αιτιατική το Σκάλωμα τα Σκαλώματα
     κλητική Σκάλωμα Σκαλώματα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Σκάλωμα < σκάλωμα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈska.lo.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σκάλωμα

Κύριο όνομα

Σκάλωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.