Σβέρκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σβέρκος οι Σβέρκοι
      γενική του Σβέρκου των Σβέρκων
    αιτιατική τον Σβέρκο τους Σβέρκους
     κλητική Σβέρκο Σβέρκοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Σβέρκος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Σβέρκος αρσενικό (θηλυκό Σβέρκου)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.