Σαρακατσάνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Σαρακατσάνος | οι | Σαρακατσάνοι & Σαρακατσαναίοι |
| γενική | του | Σαρακατσάνου | των | Σαρακατσάνων & Σαρακατσαναίων |
| αιτιατική | τον | Σαρακατσάνο | τους | Σαρακατσάνους & Σαρακατσαναίους |
| κλητική | Σαρακατσάνε | Σαρακατσάνοι & Σαρακατσαναίοι | ||
| όπως «Σαρακατσάνος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /sa.ɾa.kaˈt͡sa.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σα‐ρα‐κα‐τσά‐νος
Ετυμολογία
Σαρακατσάνος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
Σαρακατσάνος αρσενικό (θηλυκό Σαρακατσάνα)
- (πατριδωνυμικό) μέλος της ομάδας των Σαρακατσάνων
Συγγενικά
- σαρακατσάνος (σε επιθετική λειτουργία)
- σαρακατσαναίικος
- σαρακατσάνικος
- Σαρακατσάνος (επώνυμο)
Ετυμολογία 2
- Σαρακατσάνος < πατριδωνυμικό Σαρακατσάνος
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Саракатсанос
- λατινικοί χαρακτήρες: Sarakatsanos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.