ΣΣΕ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

ΣΣΕ < Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων

Συντομομορφή

Σ.Σ.Ε. θηλυκό αρκτικόλεξο

  • (στρατιωτικός όρος) ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα του στρατού ξηράς στην Ελλάδα
      Το βραβείο της «φονικότερης ομάδας» κατέλαβε η ομάδα της Σχολής Ευελπίδων (ΣΣΕ), η οποία συμμετείχε στον διεθνή διαγωνισμό στρατιωτικών δεξιοτήτων Sandhurst, που διεξήχθη στις 29 και 30 Απριλίου στη Στρατιωτική Ακαδημία των ΗΠΑ στο Γουέστ Πόιντ.
    Σημαντική διάκριση για τη Σχολή Ευελπίδων, Η Καθημερινή, 3 Μαΐου 2022

Ετυμολογία 2

ΣΣΕ < Συλλογική Σύμβαση Εργασίας

Συντομομορφή

ΣΣΕ θηλυκό αρκτικόλεξο

  • γραπτή σύμβαση η οποία διαπραγματεύεται μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων τους όρους εργασίας για μια εταιρεία ή έναν επαγγελματικό κλάδο
      Υπεγράφη η νέα τριετής κλαδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας μεταξύ της ΟΤΟΕ και των εκπροσώπων των τραπεζών, που οδηγεί τον Δεκέμβριο του 2024 σε σωρευτικές αυξήσεις της τάξης του 5,5%. Οι δύο πλευρές έπειτα από 3 μήνες διαπραγματεύσεων κατέληξαν σε συμφωνία που οδηγεί τον εισαγωγικό μισθό, στην ωρίμανσή του, στα 1.020 ευρώ. Οπως επισημαίνει η ΟΤΟΕ, με τη νέα ΣΣΕ ισχυροποιείται σημαντικά η ρήτρα προστασίας για την απασχόληση, καθώς υπάρχει ρητή αναφορά με την οποία επιβεβαιώνεται η βούληση των δύο μερών να προστατεύσουν την απασχόληση στον κλάδο.
    Ρούλα Σαλούρου, Υπεγράφη η τριετής κλαδική σύμβαση εργασίας στις τράπεζες, Η Καθημερινή, 5 Απριλίου 2022

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.