Ρωσόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ρωσόπουλος | οι | Ρωσόπουλοι & Ρωσοπουλαίοι1 |
| γενική | του | Ρωσόπουλου & Ρωσοπούλου |
των | Ρωσόπουλων2 & Ρωσοπουλαίων |
| αιτιατική | τον | Ρωσόπουλο | τους | Ρωσόπουλους3 & Ρωσοπουλαίους |
| κλητική | Ρωσόπουλε | Ρωσόπουλοι & Ρωσοπουλαίοι | ||
| 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Ρωσοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Ρωσοπούλους | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ρωσόπουλος < + -όπουλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Rosopoulos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.