Ρωμηός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ρωμηός | οι | Ρωμηοί |
| γενική | του | Ρωμηού | των | Ρωμηών |
| αιτιατική | τον | Ρωμηό | τους | Ρωμηούς |
| κλητική | Ρωμηέ | Ρωμηοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ρωμηός < Ρωμῃός < μεσαιωνική ελληνική Ῥωμαῖος με την ιδέα ότι το < αι > τρέπεται σε < ῃ >[1]
Κύριο όνομα
Ρωμηός αρσενικό (θηλυκό Ρωμηά)
- (παρωχημένος, λανθασμένος ορθογραφικά τύπος) άλλη γραφή του Ρωμιός
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.