Ρυάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Ρυάκι τα Ρυάκια
      γενική του Ρυακιού των Ρυακιών
    αιτιατική το Ρυάκι τα Ρυάκια
     κλητική Ρυάκι Ρυάκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ρυάκι < καθαρεύουσα Ρυάκιον.  δείτε και τη λέξη ρυάκι.

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾiˈa.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ρυάκι

Κύριο όνομα

Ρυάκι ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.