Πόπη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Πόπη
      γενική της Πόπης
    αιτιατική την Πόπη
     κλητική Πόπη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πόπη < Καλλιόπη < αρχαία ελληνική Καλλιόπη

Κύριο όνομα

Πόπη θηλυκό

Εκφράσεις

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.