Ποταμοί

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Ποταμοί
      γενική των Ποταμών
    αιτιατική τους Ποταμούς
     κλητική Ποταμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

Ποταμοί < ποταμοί < πληθυντικός αριθμός του ποταμός

Προφορά

ΔΦΑ : /po.taˈmi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ποταμοί
τονικά παρώνυμα: Ποτάμοι, ποτάμι, Ποτάμι

Κύριο όνομα

Ποταμοί αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά

τοπωνύμια:

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

Ποταμοί : κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Ποταμοί αρσενικό

Ομώνυμα / Ομόηχα

Παρώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.