Ποτάμιος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ποτάμιος οἱ Ποτάμιοι
      γενική τοῦ Ποταμίου τῶν Ποταμίων
      δοτική τῷ Ποταμί τοῖς Ποταμίοις
    αιτιατική τὸν Ποτάμιον τοὺς Ποταμίους
     κλητική ! Ποτάμιε Ποτάμιοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ποταμίω
γεν-δοτ τοῖν  Ποταμίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ποτάμιος < Ποταμ(ός) + -ιος

Κύριο όνομα

Ποτάμιος αρσενικό

  1. (πατριδωνυμικό) άλλη γραφή του Ποταμιός
  2. ανδρικό όνομα

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.