Ποτάμιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ποτάμιος | οἱ | Ποτάμιοι |
| γενική | τοῦ | Ποταμίου | τῶν | Ποταμίων |
| δοτική | τῷ | Ποταμίῳ | τοῖς | Ποταμίοις |
| αιτιατική | τὸν | Ποτάμιον | τοὺς | Ποταμίους |
| κλητική ὦ! | Ποτάμιε | Ποτάμιοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ποταμίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ποταμίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Αναφορές
- Ποτάμιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.