Ποσιδηϊών
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ποσιδηϊών | ||
| γενική | τοῦ | Ποσιδηϊῶνος | ||
| δοτική | τῷ | Ποσιδηϊῶνῐ | ||
| αιτιατική | τὸν | Ποσιδηϊῶνᾰ | ||
| κλητική ὦ! | Ποσιδηϊών | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.