Πολυτεχνείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Πολυτεχνείο τα Πολυτεχνεία
      γενική του Πολυτεχνείου των Πολυτεχνείων
    αιτιατική το Πολυτεχνείο τα Πολυτεχνεία
     κλητική Πολυτεχνείο Πολυτεχνεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πολυτεχνείο < πολυτεχνείο

Κύριο όνομα

Πολυτεχνείο ουδέτερο

  1. πολυτεχνείο
  2. (ειδικότερα) το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το ΕΜΠ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.