Πολυδένδρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Πολυδένδρι | τα | Πολυδένδρια |
| γενική | του | Πολυδενδρίου | των | Πολυδενδρίων |
| αιτιατική | το | Πολυδένδρι | τα | Πολυδένδρια |
| κλητική | Πολυδένδρι | Πολυδένδρια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Πολυδένδρι < καθαρεύουσα Πολυδένδριον. Μορφολογικά αναλύεται σε πολυ- + δένδρ(ο) + -ι
Προφορά
- ΔΦΑ : /po.liˈðen.ðɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πο‐λυ‐δέν‐δρι
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.