Πιλάτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πιλάτος οι Πιλάτοι
      γενική του Πιλάτου των Πιλάτων
    αιτιατική τον Πιλάτο τους Πιλάτους
     κλητική Πιλάτο
& Πιλάτε
Πιλάτοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Τρεχάτος (κλίση: καμαρότος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πιλάτος < + -άτος  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

Πιλάτος αρσενικό (θηλυκό Πιλάτου)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.