Πηγάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Πηγάδα οι Πηγάδες
      γενική της Πηγάδας των Πηγάδων
    αιτιατική την Πηγάδα τις Πηγάδες
     κλητική Πηγάδα Πηγάδες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πηγάδα < πηγάδα

Προφορά

ΔΦΑ : /piˈɣa.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πηγάδα

Κύριο όνομα

Πηγάδα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.